Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποιμενικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποιμενικό [pimɛniˈkɔ] SUBST ουδ ΜΟΥΣ

ποιμενικό
Pastorale ουδ o θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский