Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποιμαντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποιμαντικ|ός <-ή, -ό> [pimandiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ποιμαντικός (αναφερόμενος στον ποιμένα):

ποιμαντικός
Hirten-
Hirtenleben ουδ

2. ποιμαντικός ΘΡΗΣΚ:

ποιμαντικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский