Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πληρεξούσιο , πληρεξούσιος , πληρεξουσιότητα και πληρεξουσιοδοτώ

I . πληρεξούσι|ος <-α, -ο> [plirɛˈksusiɔs] ΕΠΊΘ

II . πληρεξούσι|ος <-α, -ο> [plirɛˈksusiɔs] SUBST αρσ/θηλ

πληρεξουσιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [plirɛksusiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский