Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεζοπόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεζοπόρ|ος (-α) [pɛzɔˈpɔr|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πεζοπόρος (-α)
Wanderer αρσ (Wanderin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский