Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πεζούλι , πεζός , πεζοδρόμιο , πεζοπορώ , πεσσοί και πεζικό

πεζούλι [pɛˈzuli] SUBST ουδ

I . πεζ|ός <-ή, -ό> [pɛˈzɔs] ΕΠΊΘ

1. πεζός (που βαδίζει):

2. πεζός (κείμενο):

Prosa-

3. πεζός (κοινότοπος):

II . πεζ|ός [pɛˈzɔs] SUBST αρσ

1. πεζός (πεζοπόρος):

Fußgänger(in) αρσ (θηλ)

2. πεζός ΣΤΡΑΤ:

Infanterist αρσ

πεζικό [pɛziˈkɔ] SUBST ουδ

πεζοπορ|ώ <-είς, -ησα> [pɛzɔpɔˈrɔ] VERB αμετάβ

πεζοδρόμιο [pɛzɔˈðrɔmiɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский