Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παχαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παχ|αίνω <-υνα> [paˈçɛnɔ] VERB μεταβ (ζώο: κάνω παχύ)

παχαίνω

II . παχ|αίνω <-υνα> [paˈçɛnɔ] VERB αμετάβ (άνθρωπος)

παχαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский