Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παφλάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παφλά|ζω <-σα> [paˈflazɔ] VERB αμετάβ

1. παφλάζω (ελαφρά):

παφλάζω

2. παφλάζω (δυνατά):

παφλάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский