Ελληνικά » Γερμανικά

πασαλείφω

πασαλείφω s. πασαλείβω

Βλέπε και: πασαλείβω

II . πασαλείβομαι VERB αυτοπ ρήμα

II . πασαλείβομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский