Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρόρμηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρόρμησ|η <-εις> [paˈrɔrmisi] SUBST θηλ

1. παρόρμηση (παρακίνηση):

παρόρμηση
Antrieb αρσ

2. παρόρμηση (ενστικτώδης):

παρόρμηση
Trieb αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский