Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρορμητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρορμητικ|ός <-ή, -ό> [parɔrmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που υποκινείται από τις ορμές)

παρορμητικός
Spontankauf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский