Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρακωλύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρακωλύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [parakɔˈliɔ] VERB μεταβ

1. παρακωλύω (κάποιον):

παρακωλύω

2. παρακωλύω (λαβαίνω τα μέτρα να μη συμβεί):

παρακωλύω
παρακωλύω την έγκριση μιας

Παραδειγματικές φράσεις με παρακωλύω

παρακωλύω την έγκριση μιας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский