Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράλειψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράλειψ|η <-εις> [paˈralipsi] SUBST θηλ

1. παράλειψη (ό,τι δεν κάνει κανείς):

παράλειψη
Versäumnis θηλ
παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας ΝΟΜ

2. παράλειψη (κεφαλαίου):

παράλειψη
Auslassung θηλ

3. παράλειψη ΝΟΜ (αμέλεια):

παράλειψη
παράλειψη θηλ ΝΟΜ
Unterlassen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με παράλειψη

παράλειψη θηλ οφειλόμενης βοήθειας ΝΟΜ
αγωγή για παράλειψη
παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский