Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πανικοβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πανικοβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα, -λημένος> [panikɔˈvalɔ] VERB μεταβ

πανικοβάλλω

II . πανικοβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский