Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οργισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οργισμέν|ος <-η, -ο> [ɔrjizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

οργισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский