Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οργιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οργιά|ζω <-σα> [ɔrjiˈazɔ] VERB αμετάβ και μτφ

οργιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский