Ελληνικά » Γερμανικά

οραματιστής (οραματίστρια) [ɔramatisˈtis, ɔramaˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

οραματιστής (οραματίστρια)
Visionär(in) αρσ (θηλ)

οραματισμός [ɔramatizˈmɔs] SUBST αρσ

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST αρσ, φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST θηλ

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST αρσ, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST θηλ

οραματί|ζομαι <-στηκα> [ɔramaˈtizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (βλέπω οράματα)

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский