Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οραματίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οραματί|ζομαι <-στηκα> [ɔramaˈtizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (βλέπω οράματα)

οραματίζομαι κάτι
οραματίζομαι κάτι
von etw δοτ träumen

Παραδειγματικές φράσεις με οραματίζομαι

οραματίζομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский