Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ομολογιακού“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

τόκοι αρσ πλ (ομολογιακού) δανείου
έκδοση θηλ (ομολογιακού) δανείου
κάτοχος mf ομολογιακού τίτλου
οφειλέτης αρσ (οφειλέτρια) θηλ ομολογιακού δανείου
χρέος ουδ από την έκδοση ομολογιακού δανείου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский