Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικειοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικειοποι|ούμαι <-ήθηκα> [iciɔpiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

οικειοποιούμαι κάτι
sich δοτ etw aneignen

Παραδειγματικές φράσεις με οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский