Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικείος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικεί|ος <-α, -ο> [iˈciɔs] ΕΠΊΘ

1. οικείος (γνωστός):

οικείος

2. οικείος (του σπιτιού):

οικείος

3. οικείος ΓΛΩΣΣ:

οικείος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский