Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξύπνιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξύπνι|ος <-α, -ο> [ˈksipɲɔs] ΕΠΊΘ

1. ξύπνιος (ξυπνητός):

ξύπνιος

2. ξύπνιος μτφ (έξυπνος):

ξύπνιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский