Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξυπνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξυπν|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [ksipˈnɔ] VERB μεταβ (αφυπνίζω)

ξυπνώ

II . ξυπν|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [ksipˈnɔ] VERB αμετάβ (αφυπνίζομαι)

ξυπνώ

Παραδειγματικές φράσεις με ξυπνώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский