Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξόδεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξόδεμα [ˈksɔðɛma] SUBST ουδ

1. ξόδεμα (χρημάτων):

ξόδεμα
Ausgeben ουδ

2. ξόδεμα (ανάλωση):

ξόδεμα
Aufbrauchen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский