Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξόανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξόανο [ˈksɔanɔ] SUBST ουδ

1. ξόανο (ομοίωμα θεού):

ξόανο
Götzenbild ουδ

2. ξόανο μτφ (άνθρωπος):

ξόανο
Ölgötze αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский