Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφουσκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεφουσκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛfusˈkɔnɔ] VERB μεταβ (βγάζω τον αέρα)

ξεφουσκώνω κάτι

II . ξεφουσκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛfusˈkɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ξεφουσκώνω (χάνω τον αέρα):

2. ξεφουσκώνω (χάνω αέρα):

ξεφουσκώνω

Παραδειγματικές φράσεις με ξεφουσκώνω

ξεφουσκώνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский