Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφορτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεφορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛfɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεφορτώνω (πλοίο, όχημα):

ξεφορτώνω

2. ξεφορτώνω (εμπορεύματα):

ξεφορτώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский