Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεσκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛˈscizɔ] VERB μεταβ

1. ξεσκίζω (χαλώ):

ξεσκίζω

2. ξεσκίζω (ανοίγω):

ξεσκίζω

3. ξεσκίζω (γεμίζω γρατσουνιές):

ξεσκίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский