Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεποδαριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεποδαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛpɔðarˈjazɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

ξεποδαριάζω

II . ξεποδαριάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский