Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξέπλυμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξέπλυμα [ˈksɛplima] SUBST ουδ

ξέπλυμα
Ausspülen ουδ
ξέπλυμα παράνομου χρήματος ΟΙΚΟΝ
Geldwäsche θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ξέπλυμα

ξέπλυμα παράνομου χρήματος ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский