Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεμπλέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεμπλέ|κω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksɛˈblɛkɔ] VERB μεταβ (πράγματα μπερδεμένα)

ξεμπλέκω

II . ξεμπλέ|κω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksɛˈblɛkɔ] VERB αμετάβ (απαλλάσσομαι από περίπλοκη κατάσταση)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский