Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεγλιστρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεγλιστρ|ώ <-άς, -ησα> [ksɛɣlisˈtrɔ] VERB αμετάβ

1. ξεγλιστρώ:

ξεγλιστρώ

2. ξεγλιστρώ μτφ (ξεφεύγω):

ξεγλιστρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский