Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεγδέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεγδ|έρνω <-αρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ksɛˈɣðɛrnɔ] VERB μεταβ

ξεγδέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский