Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντόχιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντόχιο [ˈdɔçiɔ] SUBST ουδ αμετάβλ ΑΘΛ

ντόχιο
Dohyo αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский