Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντούρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντούρ|ος <-α, -ο> [ˈdurɔs] ΕΠΊΘ

1. ντούρος (άκαμπτος):

ντούρος

2. ντούρος (σκληρός):

ντούρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский