Ελληνικά » Γερμανικά

νομπελίστας (νομπελίστρια) [nɔmbɛˈlistas, nɔmbɛˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νομπελίστας (νομπελίστρια)
Nobelpreisträger(in) αρσ (θηλ)

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST αρσ, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST θηλ

νομπέλιο [nɔmˈbɛliɔ] SUBST ουδ ΧΗΜ

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

νομιναλιστής (νομιναλίστρια) [nɔminalisˈtis, nɔminaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νομιναλιστικ|ός <-ή, -ό> [nɔminalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский