Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νομιναλιστής , νομιναλιστικός και νομιναλισμός

νομιναλιστής (νομιναλίστρια) [nɔminalisˈtis, nɔminaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νομιναλιστής (νομιναλίστρια)
Nominalist(in) αρσ (θηλ)

νομιναλιστικ|ός <-ή, -ό> [nɔminalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νομιναλισμός [nɔminalizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский