Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεκρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νεκρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [nɛˈkrɔnɔ] VERB μεταβ

1. νεκρώνω (θανατώνω):

νεκρώνω

2. νεκρώνω μτφ (παραλύω):

νεκρώνω

II . νεκρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [nɛˈkrɔnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский