Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νέκρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νέκρωσ|η <-εις> [ˈnɛkrɔsi] SUBST θηλ

1. νέκρωση (οργανισμού):

νέκρωση
Absterben ουδ
νέκρωση του εγκεφάλου
Hirntod αρσ
νέκρωση του εγκεφάλου
Gehirntod αρσ

2. νέκρωση ΙΑΤΡ:

νέκρωση
Nekrose θηλ
ισχαιμική νέκρωση

3. νέκρωση (στασιμότητα):

νέκρωση
Stockung θηλ

4. νέκρωση ΕΜΠΌΡ:

νέκρωση
Stagnation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με νέκρωση

ισχαιμική νέκρωση
νέκρωση του εγκεφάλου
Hirntod αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский