Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νατουραλιστής , νατουραλιστικός και νατουραλισμός

νατουραλιστής (νατουραλίστρια) [naturalisˈtis, naturaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νατουραλιστής (νατουραλίστρια)
Naturalist(in) αρσ (θηλ)

νατουραλιστικ|ός <-ή, -ό> [naturalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νατουραλισμός [naturalizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский