Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ναυάγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ναυάγιο [naˈvajiɔ] SUBST ουδ

1. ναυάγιο:

ναυάγιο
Schiffbruch αρσ
παθαίνω ναυάγιο

2. ναυάγιο (σκάφος):

ναυάγιο
Wrack ουδ

3. ναυάγιο μτφ (αποτυχία):

ναυάγιο
Schiffbruch αρσ
ναυάγιο
Scheitern ουδ
παθαίνω ναυάγιο

4. ναυάγιο μτφ (άνθρωπος):

ναυάγιο
Wrack ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ναυάγιο

παθαίνω ναυάγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский