Ελληνικά » Γερμανικά

αμορτισέρ [amɔrtiˈsɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

πορτιέρ|ης <-ηδες> [pɔrˈtçɛris] SUBST αρσ, πορτιέρισσα [pɔrˈtçɛrisa] SUBST θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

μορταδέλα [mɔrtaˈðɛla] SUBST θηλ

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

μανάβ|ης <-ηδες> [maˈnavis] SUBST αρσ, μανάβισσα [maˈnavisa] SUBST θηλ

Gemüsehändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский