Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μορφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μορφή [mɔrˈfi] SUBST θηλ

1. μορφή (σχήμα, είδος):

μορφή
Form θηλ
δίνω μορφή σε κάτι
σε άλλη μορφή
μια άλλη μορφή βίας
μορφή ενέργειας
Energieform θηλ

2. μορφή (εξωτερική εμφάνιση):

μορφή
Gestalt θηλ
μορφή
Aussehen ουδ

3. μορφή (άνθρωπος, φιγούρα):

μορφή
Gestalt θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский