Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντισυλληπτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντισυλληπτικό [andisiliptiˈkɔ] SUBST ουδ

αντισυλληπτικό

Παραδειγματικές φράσεις με αντισυλληπτικό

αντισυλληπτικό χάπι
αντισυλληπτικό κολπικό υπόθετο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский