Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπλέκομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπλέκομαι κάπου
μπλέκομαι στα πόδια κάποιου και μτφ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μπλέκομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

μπλέκομαι
μπλέκομαι
μπλέκομαι
μπλέκομαι
μπλέκομαι σε
μπερδεύομαι, μπλέκομαι
μπλέκομαι, μπερδεύομαι
μπερδεύομαι, μπλέκομαι
sich einlassen mit +δοτ
μπλέκομαι με
sich einlassen auf +αιτ
μπλέκομαι σε
μπλέκομαι, κατσιάζω
sich verstricken in +αιτ
μπλέκομαι σε
μπλέκομαι σε μια φασαρία
μπλέκομαι σε καβγά
μπλέκομαι σ' ένα σκάνδαλο
μπλέκομαι στα δίχτυα κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский