Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαϊλντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαϊλντί|ζω <-σα, -σμένος> [bailˈdizɔ] VERB αμετάβ (λιποθυμώ)

μπαϊλντίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский