Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπά|ζω <-σα, -σμένος> [ˈbazɔ] VERB μεταβ

1. μπάζω (αφήνω να μπει):

μπάζω

2. μπάζω (χώνω μέσα):

μπάζω

II . μπά|ζω <-σα, -σμένος> [ˈbazɔ] VERB αμετάβ (ύφασμα: μαζεύω)

μπάζω

Παραδειγματικές φράσεις με μπάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский