Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μικρόψυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μικρόψυχ|ος <-η, -ο> [miˈkrɔpsixɔs] ΕΠΊΘ

1. μικρόψυχος (ταπεινός, ευτελής):

μικρόψυχος

2. μικρόψυχος (δειλός):

μικρόψυχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский