Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταποιητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταποιητικ|ός <-ή, -ό> [mɛtapiitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταποιητικός (τροποποιητικός):

μεταποιητικός
Änderungs-

2. μεταποιητικός (σχετιζόμενος με την κατεργασία):

μεταποιητικός
Verarbeitungs-, verarbeitend

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский