Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταπείθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταπεί|θω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtaˈpiθɔ] VERB μεταβ

μεταπείθω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский