Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μερί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μερί [mɛˈri] SUBST ουδ

1. μερί (μηρός):

μερί
Oberschenkel αρσ

2. μερί (ζώου):

μερί
Keule θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский